- γραοσυλλέκτρια
- γραοσυλλέκτρια, η (Α)αυτή που συλλέγει γραολογίες, γεροντικές φλυαρίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραοσυλλέκτρια — gossip monger fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek